περιπίμπλαμαι

περιπίμπλαμαι
Α
πληρούμαι από όλες τις πλευρές, τελείως («τὸ δὲ ξυγγενῆσαν τὸ χρῶμα λευκότητος περιεπλήσθη», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πίμπλαμαι «γεμίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιπέπληκα — περιπίμπλαμαι to be filled full of. perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεπλήσθη — περϊεπλήσθη , περιπίμπλαμαι to be filled full of. aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”